- ισοσκελισμένος
- η , ο[ν] эк сбалансированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… … Dictionary of Greek
ισοσκελίζομαι — ισοσκελίζομαι, ισοσκελίστηκα, ισοσκελισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισοσκελίζω — ισοσκέλισα, ισοσκελίστηκα, ισοσκελισμένος, εξισώνω τα αντίστοιχα μέρη, τα έσοδα και τα έξοδα: Ισοσκελίζω τον προϋπολογισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)